Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to fulfill
01
εκπληρώνω, πραγματοποιώ
to accomplish or do something that was wished for, expected, or promised
Transitive: to fulfill a goal
Παραδείγματα
She fulfilled her childhood dream of traveling to exotic places by becoming a travel blogger.
Επισφράγισε το παιδικό της όνειρο να ταξιδεύει σε εξωτικά μέρη γίνοντας ταξιδιωτική blogger.
The teacher felt a sense of accomplishment when her students fulfilled the academic goals set for the semester.
Η δασκάλα αισθάνθηκε μια αίσθηση επιτυχίας όταν οι μαθητές της εκπλήρωσαν τους ακαδημαϊκούς στόχους που είχαν τεθεί για το εξάμηνο.
02
εκπληρώνω, πραγματοποιώ
to carry out or implement something, such as a plan, order, or law
Transitive: to fulfill sth
Παραδείγματα
The team fulfilled the project plan precisely as outlined.
Η ομάδα εκπλήρωσε το σχέδιο του έργου ακριβώς όπως περιγράφηκε.
She fulfilled the contract terms by delivering the final report on time.
Εκπλήρωσε τους όρους της σύμβασης παραδίδοντας την τελική έκθεση εγκαίρως.
03
εκπληρώνω, ασκώ
to perform or execute a duty, role, or promise as required or expected
Transitive: to fulfill a duty or commitment
Παραδείγματα
He fulfilled his role as leader by guiding the team through the challenges.
Εκπλήρωσε το ρόλο του ως ηγέτη καθοδηγώντας την ομάδα μέσα από τις προκλήσεις.
The officer fulfilled his duty by ensuring the safety of the community.
Ο αξιωματικός εκπλήρωσε το καθήκον του διασφαλίζοντας την ασφάλεια της κοινότητας.
04
εκπληρώνω, ικανοποιώ
to satisfy a need, requirement, or condition
Transitive: to fulfill a requirement or condition
Παραδείγματα
She fulfilled all the requirements for the scholarship application.
Επλήρωσε όλες τις απαιτήσεις για την αίτηση υποτροφίας.
The company promised to fulfill the conditions outlined in the contract.
Η εταιρεία υποσχέθηκε να εκπληρώσει τους όρους που περιγράφονται στη σύμβαση.
Λεξικό Δέντρο
fulfilled
fulfilling
fulfillment
fulfill



























