Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fulfilling
01
ικανοποιητικός, γεμάτος ευχαρίστηση
bringing a deep sense of satisfaction or happiness
Παραδείγματα
Teaching young students is a fulfilling career for her.
Η διδασκαλία νέων μαθητών είναι μια ικανοποιητική καριέρα για αυτήν.
Volunteering at the shelter provides him with a fulfilling experience every weekend.
Ο εθελοντισμός στο καταφύγιο του προσφέρει μια ικανοποιητική εμπειρία κάθε Σαββατοκύριακο.
Λεξικό Δέντρο
unfulfilling
fulfilling
fulfill



























