Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Plea
01
δήλωση, υπεράσπιση
(law) a formal statement made by someone confirming or denying their accusation
Παραδείγματα
The defendant entered a plea of not guilty to the charges.
Ο κατηγορούμενος υπέβαλε έκκληση μη ένοχος για τις κατηγορίες.
The prosecutor offered a plea deal to resolve the case without going to trial.
Ο εισαγγελέας πρότεινε μια συμφωνία ομολογίας για να λύσει την υπόθεση χωρίς να πάει σε δίκη.
02
ικεσία, παρακάλεσμα
a sincere and humble request, often made in times of need or desperation
Παραδείγματα
She ignored his plea for forgiveness, unwilling to give him another chance.
Αγνόησε την ικεσία του για συγχώρεση, δεν ήθελε να του δώσει άλλη ευκαιρία.
The charity sent out a plea for donations to help those affected by the disaster.
Η φιλανθρωπική οργάνωση έστειλε έκκληση για δωρεές για να βοηθήσει τους πληγέντες από την καταστροφή.



























