Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
peculiarly
01
παραδόξως, ασυνήθιστα
in a way that is strange or unusual
Παραδείγματα
She dressed peculiarly, combining mismatched patterns and colors.
Ντύνονταν παράξενα, συνδυάζοντας ασύμβατα σχέδια και χρώματα.
The old clock in the corner ticked peculiarly, creating a rhythmic but irregular sound.
Το παλιό ρολόι στη γωνία χτυπούσε παραδόξως, δημιουργώντας έναν ρυθμικό αλλά ακανόνιστο ήχο.
02
ιδιαίτερα, χαρακτηριστικά
uniquely or characteristically
03
ιδιαίτερα, παράξενα
to a distinctly greater extent or degree than is common
Λεξικό Δέντρο
peculiarly
peculiar
peculate
pecul



























