Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pecuniary
01
χρηματικός, οικονομικός
involving or about money
Παραδείγματα
The contract outlined the pecuniary benefits offered to the employees.
Η σύμβαση περιέγραψε τα χρηματικά οφέλη που προσφέρονταν στους εργαζομένους.
They faced significant pecuniary difficulties due to unexpected medical bills.
Αντιμετώπισαν σημαντικές οικονομικές δυσκολίες λόγω απροσδόκητων ιατρικών λογαριασμών.



























