Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
peculiar
Παραδείγματα
She has a peculiar habit of collecting vintage teapots.
Έχει μια ιδιαίτερη συνήθεια να συλλέγει βινταζ τσαγιέρες.
The peculiar behavior of the cat, such as chasing its tail for hours, amused the family.
Η ιδιαίτερη συμπεριφορά της γάτας, όπως το κυνήγι της ουράς της για ώρες, διασκέδασε την οικογένεια.
02
ιδιαίτερος, μοναδικός
having distinct characteristics or qualities that make something different or unique
Παραδείγματα
The peculiar flavor of the dish made it stand out among the others.
Η ιδιαίτερη γεύση του πιάτου το έκανε να ξεχωρίζει μεταξύ των άλλων.
His peculiar talent for solving puzzles quickly earned him the admiration of his peers.
Η ιδιαίτερη ταλέντο του στην επίλυση γρίφων του χάρισε γρήγορα τον θαυμασμό των συνομηλίκων του.
Παραδείγματα
The traditions of the village are peculiar to their ancient heritage.
Οι παραδόσεις του χωριού είναι ιδιαίτερες για την αρχαία κληρονομιά τους.
The architecture in this neighborhood is peculiar to the early 20th century.
Η αρχιτεκτονική σε αυτή τη γειτονιά είναι χαρακτηριστική των αρχών του 20ού αιώνα.
Λεξικό Δέντρο
peculiarly
peculiar
peculate
pecul



























