Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
freakish
01
παράξενος, ανώμαλος
extremely strange or unexpected in a way that stands out
Παραδείγματα
His freakish strength allowed him to lift weights far beyond what was normal.
Η παράξενη του δύναμη του επέτρεψε να σηκώνει βάρη πολύ πέρα από το φυσιολογικό.
The sculpture had a freakish design, with twisted limbs and exaggerated features.
Το γλυπτό είχε ένα παράξενο σχέδιο, με στριμμένα άκρα και υπερβολικά χαρακτηριστικά.
02
παράξενος, ανώμαλος
characteristic of a freak
03
ευμετάβλητος, καπριτσιόζικος
changeable
Λεξικό Δέντρο
freakishly
freakishness
freakish
freak



























