peculiarity
pe
πι
cu
ˌkju
κγου
lia
ˈliɛ
λιε
ri
ρα
ty
ti
τι
British pronunciation
/pɪkjˌuːlɪˈæɹɪti/

Ορισμός και σημασία του "peculiarity"στα αγγλικά

01

ιδιαιτερότητα, χαρακτηριστικό γνώρισμα

a distinguishing trait
02

ιδιαιτερότητα, μοναδικότητα

a feature that sets something or someone apart
example
Παραδείγματα
Her habit of collecting antique clocks was a peculiarity that fascinated her friends.
Η συνήθειά της να συλλέγει παλιά ρολόγια ήταν μια ιδιαιτερότητα που γοήτευε τους φίλους της.
The house had many peculiarities, including a secret door hidden behind a bookshelf.
Το σπίτι είχε πολλές ιδιαιτερότητες, συμπεριλαμβανομένης μιας μυστικής πόρτας κρυμμένης πίσω από μια βιβλιοθήκη.
03

ιδιαιτερότητα, παραξενιά

something unusual -- perhaps worthy of collecting
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store