Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Peculiarity
01
ιδιαιτερότητα, χαρακτηριστικό γνώρισμα
a distinguishing trait
02
ιδιαιτερότητα, μοναδικότητα
a feature that sets something or someone apart
Παραδείγματα
Her habit of collecting antique clocks was a peculiarity that fascinated her friends.
Η συνήθειά της να συλλέγει παλιά ρολόγια ήταν μια ιδιαιτερότητα που γοήτευε τους φίλους της.
The house had many peculiarities, including a secret door hidden behind a bookshelf.
Το σπίτι είχε πολλές ιδιαιτερότητες, συμπεριλαμβανομένης μιας μυστικής πόρτας κρυμμένης πίσω από μια βιβλιοθήκη.
03
ιδιαιτερότητα, παραξενιά
something unusual -- perhaps worthy of collecting



























