Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
funnily
01
αστείως, παραδόξως
in a way that seems odd, amusing, or silly
Παραδείγματα
He walked funnily, like he had two left feet.
Περπατούσε αστέως, σαν να είχε δύο αριστερά πόδια.
She smiled funnily when asked about her weekend.
Χαμογέλασε παράξενα όταν τη ρώτησαν για το σαββατοκύριακό της.
Παραδείγματα
Funnily, the plan actually worked despite our doubts.
Παραδόξως, το σχέδιο πραγματικά δούλεψε παρά τις αμφιβολίες μας.
We ran into each other at the same café, funnily.
Συναντηθήκαμε στο ίδιο καφέ, περιέργως.
Λεξικό Δέντρο
funnily
funny
fun



























