Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
livid
01
έξαλλος, οργισμένος
extremely angry, furious, or emotionally agitated
Παραδείγματα
She was livid when she found out someone had scratched her car in the parking lot.
Ήταν έξαλλη όταν ανακάλυψε ότι κάποιος γρατσούνισε το αυτοκίνητό της στο πάρκινγκ.
The coach was livid after the team lost the game due to careless mistakes.
Ο προπονητής ήταν έξαλλος αφού η ομάδα έχασε το παιχνίδι λόγω απρόσεκτων λαθών.
Παραδείγματα
Her face went livid when she heard the shocking news.
Το πρόσωπό της έγινε χλωμό όταν άκουσε τα σοκαριστικά νέα.
He stood there, livid and speechless from the cold.
Στάθηκε εκεί, χλωμός και άφωνος από το κρύο.
03
νεκρώδης, φαντασματικός
emitting a cold, ghastly glow suggestive of death or lifelessness
Παραδείγματα
A livid glow seeped through the cracks in the tomb.
Μια ωχρή λάμψη διέρρευσε μέσα από τις ρωγμές του τάφου.
The livid light of the moon cast the forest in ghostly hues.
Το ωχρό φως του φεγγαριού έριχνε το δάσος σε φαντασματικά χρώματα.
04
λιβιδής, μωβ
marked by purplish discoloration caused by blood trapped beneath the surface
Παραδείγματα
His arm was livid after the fall.
Το χέρι του ήταν μελανιασμένο μετά την πτώση.
She showed a livid bruise on her shoulder.
Επέδειξε ένα μελανιασμένο μώλωπα στον ώμο της.
05
ωχρός, μολυβής
displaying a dull bluish‑gray hue of medium intensity
Παραδείγματα
The livid sky threatened rain.
Ο κηλιδωμένος ουρανός απειλούσε βροχή.
Her dress was a livid.
Το φόρεμά της ήταν ωχρό γαλαζοπράσινο.
Λεξικό Δέντρο
lividly
lividness
livid



























