Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bloodless
01
αναιμικός, χωρίς αίμα
destitute of blood or apparently so
02
αναίμακτος, χωρίς αιματοχυσία
free from blood or bloodshed
Παραδείγματα
His bloodless complexion after the bad news alarmed everyone around him.
Το αναιμικό χρώμα του μετά τα άσχημα νέα ανησύχησε όλους γύρω του.
The sick child had a bloodless face, a clear sign of their weakness.
Το άρρωστο παιδί είχε ένα αναιμικό πρόσωπο, ένα σαφές σημάδι της αδυναμίας του.
04
αναίσθητος, χωρίς ανθρώπινη συναίσθηση
devoid of human emotion or feeling
05
χωρίς ζωντάνια, χωρίς ενέργεια
without vigor or zest or energy
Λεξικό Δέντρο
bloodlessly
bloodless
blood



























