Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
exasperated
01
εκνευρισμένος, ενοχλημένος
feeling intense frustration, especially due to an unsolvable problem
Παραδείγματα
She let out an exasperated sigh when she realized she had forgotten her keys again.
Έβγαλε ένα εκνευρισμένο αναστεναγμό όταν συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει ξανά τα κλειδιά της.
The teacher grew exasperated with the students' constant interruptions during the lesson.
Ο δάσκαλος εξοργίστηκε με τις συνεχείς διακοπές των μαθητών κατά τη διάρκεια του μαθήματος.
Λεξικό Δέντρο
exasperated
exasperate



























