Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Examiner
01
εξεταστής, επιθεωρητής
an investigator who observes carefully
02
εξεταστής, διορθωτής
someone who administers a test to determine your qualifications
Λεξικό Δέντρο
examiner
examine
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εξεταστής, επιθεωρητής
εξεταστής, διορθωτής
Λεξικό Δέντρο