Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Exasperation
01
εκνευρισμός
a deep sense of annoyance due to persistent difficulties
Παραδείγματα
With each failed attempt, her exasperation grew, making her question if success was even possible.
Με κάθε αποτυχημένη προσπάθεια, η εκνευρισμός της μεγάλωνε, κάνοντάς την να αμφισβητεί αν η επιτυχία ήταν καν δυνατή.
The customer 's persistent demands and complaints brought a sense of exasperation to the exhausted store clerk.
Οι επίμονες απαιτήσεις και παράπονα του πελάτη έφεραν ένα αίσθημα εκνευρισμού στον εξαντλημένο υπάλληλο του καταστήματος.
02
εκνευρισμός, ενόχληση
actions or occurances that lead to a state of extreme frustration or irritation
Παραδείγματα
His frequent lateness and broken promises were among the main exasperations his coworkers complained about.
Οι συχνές καθυστερήσεις και οι αθετημένες υποσχέσεις του ήταν μεταξύ των κύριων εκνευρισμών για τους οποίους παραπονιόντουσαν οι συνάδελφοί του.
Parents of young children understand the many exasperations of keeping small kids entertained and out of trouble.
Οι γονείς μικρών παιδιών καταλαβαίνουν τις πολλές εκνευρίσεις του να κρατούν τα μικρά παιδιά ψυχαγωγημένα και μακριά από μπελάδες.
Λεξικό Δέντρο
exasperation
exasperate



























