Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Excavator
01
εκσκαφέας, μηχανή εκσκαφής
a machine for excavating
02
εκσκαφέας, εργάτης εκσκαφής
a workman who excavates for foundations of buildings or for quarrying
Λεξικό Δέντρο
excavator
excavate
excav
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εκσκαφέας, μηχανή εκσκαφής
εκσκαφέας, εργάτης εκσκαφής
Λεξικό Δέντρο