Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inopportune
01
ανάρμοστος, ακατάλληλος
happening at an inconvenient or unsuitable time
Παραδείγματα
The power outage occurred at an inopportune moment during the presentation.
Η διακοπή ρεύματος συνέβη σε μια ακατάλληλη στιγμή κατά την παρουσίαση.
Her call came at an inopportune time when he was in a meeting.
Η κλήση της ήρθε σε μια ακατάλληλη στιγμή όταν ήταν σε συνάντηση.
Λεξικό Δέντρο
inopportune
opportune



























