Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inoperative
01
ανενεργός, εκτός λειτουργίας
not functioning or not in working order, indicating a lack of operation or effectiveness
Λεξικό Δέντρο
inoperative
operative
operate
oper
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανενεργός, εκτός λειτουργίας
Λεξικό Δέντρο