Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inordinately
01
υπερβολικά, ασυνήθιστα
to an excessively or unusually high degree
Παραδείγματα
The price of the luxury car was inordinately expensive.
Η τιμή του πολυτελούς αυτοκινήτου ήταν υπερβολικά ακριβή.
His reaction to the minor setback was inordinately dramatic.
Η αντίδρασή του στο μικρό εμπόδιο ήταν υπερβολικά δραματική.
Λεξικό Δέντρο
inordinately
inordinate



























