Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inoffensive
01
αβλαβής, απρόσβλητος
not likely to sadden or anger anyone
02
αβλαβής, ακίνδυνος
unable to cause harm
Λεξικό Δέντρο
inoffensive
offensive
offen
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αβλαβής, απρόσβλητος
αβλαβής, ακίνδυνος
Λεξικό Δέντρο