Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Innovator
01
καινοτόμος, πρωτοπόρος
a person who introduces new ideas, methods, or products that have the potential to positively impact society
Παραδείγματα
She is a leading innovator in technology.
Είναι μια κορυφαία καινοτόμος στην τεχνολογία.
The innovator transformed the industry with his ideas.
Ο καινοτόμος μεταμόρφωσε τη βιομηχανία με τις ιδέες του.
Λεξικό Δέντρο
innovator
innovate
novate



























