Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Innovation
01
καινοτομία, νεωτερισμός
a method, product, way of doing something, etc. that is newly introduced
Παραδείγματα
Innovation drives progress in every industry.
Η καινοτομία οδηγεί την πρόοδο σε κάθε βιομηχανία.
The latest innovation in technology has simplified communication.
Η τελευταία καινοτομία στην τεχνολογία έχει απλοποιήσει την επικοινωνία.
02
καινοτομία, δημιουργία
the creation of new ideas or concepts in the mind
Παραδείγματα
Her innovation in storytelling brought fresh perspectives to the novel.
Η καινοτομία της στην αφήγηση έφερε φρέσκες προοπτικές στο μυθιστόρημα.
The engineer 's innovation led to a novel solution for the bridge design.
Η καινοτομία του μηχανικού οδήγησε σε μια πρωτότυπη λύση για το σχεδιασμό της γέφυρας.
03
καινοτομία, νεωτερισμός
the act or process of introducing something new
Παραδείγματα
The innovation of online banking changed how people manage money.
Η καινοτομία της ηλεκτρονικής τραπεζικής άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι διαχειρίζονται τα χρήματα.
The school 's innovation of flexible schedules improved student engagement.
Η καινοτομία του σχολείου με ευέλικτα προγράμματα βελτίωσε τη συμμετοχή των μαθητών.
Λεξικό Δέντρο
innovational
innovation
novation
novate



























