Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to innovate
01
καινοτομώ, εφαρμόζω καινοτομία
to introduce new ideas, methods, or products to improve or change the current way of doing things
Intransitive
Transitive: to innovate sth
Παραδείγματα
Tech companies continually innovate to bring cutting-edge products to the market.
Οι τεχνολογικές εταιρείες καινοτομούν συνεχώς για να φέρουν προϊόντα αιχμής στην αγορά.
Entrepreneurs often innovate in response to market demands, creating innovative solutions.
Οι επιχειρηματίες συχνά καινοτομούν ως απάντηση στις απαιτήσεις της αγοράς, δημιουργώντας καινοτόμες λύσεις.
Λεξικό Δέντρο
innovative
innovator
innovate
novate



























