Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
innocuous
01
αβλαβής, αθώος
not likely to cause injury, offense, or strong reaction
Παραδείγματα
His comment seemed innocuous but sparked controversy.
Το σχόλιό του φαινόταν αβλαβές αλλά προκάλεσε διαμάχη.
The snake looked threatening but was actually innocuous.
Το φίδι φαινόταν απειλητικό αλλά ήταν στην πραγματικότητα αβλαβές.



























