Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Inoculation
01
ενοφθαλμισμός, εμβολιασμός
the process of boosting the immunity system of a person or animal against a disease by vaccination
Λεξικό Δέντρο
inoculation
inoculate
inocul
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ενοφθαλμισμός, εμβολιασμός
Λεξικό Δέντρο