Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inordinate
01
υπερβολικός, ασύμμετρος
much more than what is normal, reasonable, or expected
Παραδείγματα
His inordinate amount of time spent playing video games affected his academic performance.
Ο υπερβολικός χρόνος που πέρασε παίζοντας βιντεοπαιχνίδια επηρέασε την ακαδημαϊκή του απόδοση.
The company faced criticism for its inordinate use of plastic packaging, contributing to environmental concerns.
Η εταιρεία αντιμετώπισε κριτική για την υπερβολική χρήση πλαστικής συσκευασίας, συμβάλλοντας στις περιβαλλοντικές ανησυχίες.
Λεξικό Δέντρο
inordinately
inordinateness
inordinate



























