LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Inoffensive
/ɪnəfˈɛnsɪv/
/ˌɪnəˈfɛnsɪv/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "inoffensive"
inoffensive
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
αβλαβής
not likely to sadden or anger anyone
offensive
02
αβλαβής
unable to cause harm
unoffending
offensive
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App