Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fruitless
01
άκαρπος, μάταιος
failing to produce the desired or expected results
Παραδείγματα
Despite their exhaustive search, the quest for the missing treasure proved fruitless.
Παρά την εξαντλητική αναζήτησή τους, η αναζήτηση του χαμένου θησαυρού αποδείχθηκε άκαρπη.
The attempt to reconcile their differences was fruitless, leading to the decision to part ways.
Η προσπάθεια να συμφιλιωθούν οι διαφορές τους ήταν άκαρπη, οδηγώντας στην απόφαση να χωρίσουν.
Οικογένεια λέξεων
fruit
Noun
fruitless
Adjective
fruitlessly
Adverb
fruitlessly
Adverb
fruitlessness
Noun
fruitlessness
Noun



























