otiose
o
ˈoʊ
ου
tiose
ˌtioʊs
τιουσ
British pronunciation
/ˈəʊtɪˌəʊz/

Ορισμός και σημασία του "otiose"στα αγγλικά

01

οκνηρός, απρόθυμος για εργασία

disinclined to work or exertion
02

άχρηστος, αναποτελεσματικός

producing no result or effect
03

άχρηστος, περιττός

serving no useful purpose
example
Παραδείγματα
The lengthy explanation was otiose, as everyone already understood the basics.
Η μακρά εξήγηση ήταν περιττή, καθώς όλοι είχαν ήδη καταλάβει τα βασικά.
His comments during the meeting seemed otiose, adding no value to the discussion.
Τα σχόλιά του κατά τη διάρκεια της συνάντησης φαίνονταν άχρηστα, χωρίς να προσθέτουν καμία αξία στη συζήτηση.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store