Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
futile
01
μάταιος, άχρηστος
unable to result in success or anything useful
Παραδείγματα
Their attempts to repair the old machinery proved futile, as it was beyond repair.
Οι προσπάθειές τους να επισκευάσουν το παλιό μηχάνημα αποδείχθηκαν άκαρπες, καθώς ήταν πέρα από επισκευή.
Trying to reason with him was futile; he would n't listen to anyone.
Η προσπάθεια να συλλογιστείς μαζί του ήταν μάταιη· δεν θα άκουγε κανέναν.
Λεξικό Δέντρο
futilely
futile



























