Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fusty
01
ξεπερασμένος, μπούχτισμα
outdated and lacking in freshness or modernity
Παραδείγματα
The fusty old furniture in the attic made the space feel as though it had n't been touched in years.
Τα μπαγιάτικα παλιά έπιπλα στη σοφίτα έκαναν το χώρο να φαίνεται σαν να μην τον είχαν αγγίξει εδώ και χρόνια.
His fusty viewpoints on technology showed he was resistant to change and new ideas.
Οι ξεπερασμένες απόψεις του για την τεχνολογία έδειχναν ότι ήταν ανθεκτικός στην αλλαγή και τις νέες ιδέες.
Παραδείγματα
The old attic had a fusty odor that made it unpleasant to spend time there.
Το παλιό σοφίτα είχε μια μποχαλά μυρωδιά που έκανε δυσάρεστο το να περάσεις χρόνο εκεί.
The clothes stored in the damp basement became fusty over time.
Τα ρούχα που φυλάσσονταν στο υγρό υπόγειο έγιναν μποχρωμένα με το πέρασμα του χρόνου.



























