fruitfully
fruit
ˈfru:t
φρουτ
fu
φα
lly
li
λι
British pronunciation
/fɹˈuːtfəli/

Ορισμός και σημασία του "fruitfully"στα αγγλικά

01

καρποφόρα, παραγωγικά

in a way that produces valuable and useful results
example
Παραδείγματα
The collaboration between the research teams resulted in a fruitfully comprehensive study on environmental sustainability.
Η συνεργασία μεταξύ των ερευνητικών ομάδων οδήγησε σε μια περιεκτική και καρποφόρα μελέτη για τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος.
After attending the training program, employees applied the new skills fruitfully, leading to increased efficiency in the workplace.
Μετά την παρακολούθηση του προγράμματος εκπαίδευσης, οι εργαζόμενοι εφάρμοσαν τις νέες δεξιότητες καρποφόρα, οδηγώντας σε αυξημένη αποτελεσματικότητα στον χώρο εργασίας.

Λεξικό Δέντρο

fruitfully
fruitful
fruit
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store