Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fruitfully
01
καρποφόρα, παραγωγικά
in a way that produces valuable and useful results
Παραδείγματα
The collaboration between the research teams resulted in a fruitfully comprehensive study on environmental sustainability.
Η συνεργασία μεταξύ των ερευνητικών ομάδων οδήγησε σε μια περιεκτική και καρποφόρα μελέτη για τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος.
After attending the training program, employees applied the new skills fruitfully, leading to increased efficiency in the workplace.
Μετά την παρακολούθηση του προγράμματος εκπαίδευσης, οι εργαζόμενοι εφάρμοσαν τις νέες δεξιότητες καρποφόρα, οδηγώντας σε αυξημένη αποτελεσματικότητα στον χώρο εργασίας.
Λεξικό Δέντρο
fruitfully
fruitful
fruit



























