Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fruition
01
πραγματοποίηση, ολοκλήρωση
the successful achievement of a goal or plan
Παραδείγματα
After years of research, the scientist 's innovative idea reached fruition.
Μετά από χρόνια έρευνας, η καινοτόμος ιδέα του επιστήμονα έφτασε σε πραγματοποίηση.
Her dream of opening a bakery came to fruition after years of planning and saving.
Το όνειρό της να ανοίξει ένα αρτοποιείο πραγματοποιήθηκε μετά από χρόνια σχεδιασμού και αποταμίευσης.
02
απόλαυση, καρπός
enjoyment derived from use or possession
03
καρποφορία, παραγωγή φρούτων
the condition or action of bearing or producing fruit
Λεξικό Δέντρο
fruition
fruit



























