Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
frumpy
01
ξεπερασμένος, ατημέλητος
unfashionable, outdated, and unattractive, often giving a sloppy appearance
Παραδείγματα
She felt frumpy in her oversized sweater and baggy jeans.
Αισθάνθηκε ξεπερασμένη στο υπερμεγέθης πουλόβερ της και τα φαρδιά τζιν.
Despite her best efforts, her outfit looked frumpy and out of date.
Παρά τις καλύτερες προσπάθειές της, το ντύσιμό της φαινόταν ξεπερασμένο και παλιομοδίτικο.
Λεξικό Δέντρο
frumpily
frumpy
frump



























