Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
eerie
01
μακάβριο, αγωνιώδες
inspiring a sense of fear or unease
Παραδείγματα
The eerie silence of the abandoned house sent shivers down their spines.
Η απόκοσμη σιωπή του εγκαταλελειμμένου σπιτιού τους έκανε να τρέμουν.
As night fell, the forest became an eerie place, with shadows playing tricks on the imagination.
Καθώς έπεφτε η νύχτα, το δάσος έγινε ένα απόκοσμο μέρος, με σκιές που έπαιζαν με τη φαντασία.
02
μακάβριος, ανήσυχος
feeling frightened or unsettled
Παραδείγματα
The child grew eerie at the sound of footsteps in the dark.
Το παιδί έγινε απόκοσμο με τον ήχο των βημάτων στο σκοτάδι.
She felt eerie walking past the graveyard at dusk.
Ένιωθε απόκοσμη περπατώντας δίπλα στο νεκροταφείο το σούρουπο.



























