Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fearful
Παραδείγματα
She felt fearful walking alone at night in the unfamiliar neighborhood.
Ένιωθε φοβισμένη περπατώντας μόνη τη νύχτα στη γειτονιά που δεν ήταν οικεία.
The child became fearful during the thunderstorm, seeking comfort from her parents.
Το παιδί έγινε φοβισμένο κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, ζητώντας παρηγοριά από τους γονείς του.
02
τρομακτικός, φοβερός
causing fear or dread or terror
03
φοβισμένος, δειλός
lacking courage; ignobly timid and faint-hearted
04
τρομακτικός, αγωνιώδης
extremely distressing
05
φοβιτσιάρης, δειλός
timid by nature or revealing timidity



























