Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fearlessly
01
ατρόμητα, τολμηρά
in a bold, unshaken, or daring manner, especially when facing danger, difficulty, or opposition
Παραδείγματα
She fearlessly climbed the icy cliff despite the howling wind.
Ανέβηκε ατρόμητα τον παγωμένο βράχο παρά τον ουρλιαχτό του ανέμου.
The activist fearlessly confronted the corrupt officials during the rally.
Ο ακτιβιστής ατρόμητα αντιμετώπισε τους διεφθαρμένους αξιωματούχους κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης.
Λεξικό Δέντρο
fearlessly
fearless
fear



























