Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
feasible
01
εφικτός, πραγματοποιήσιμος
having the potential of being done successfully
Παραδείγματα
The project manager determined that the proposed plan was feasible given the available resources and timeline.
Ο διαχειριστής του έργου κατέληξε ότι το προτεινόμενο σχέδιο ήταν εφικτό δεδομένων των διαθέσιμων πόρων και του χρονοδιαγράμματος.
After careful consideration, the team concluded that the new business venture was financially feasible.
Μετά από προσεκτική εξέταση, η ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νέα επιχειρηματική προσπάθεια ήταν οικονομικά εφικτή.
Λεξικό Δέντρο
defeasible
feasibility
feasibleness
feasible
feas



























