Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fearsome
01
τρομακτικός, φοβερός
intimidating or frightening in appearance or nature
Παραδείγματα
The fearsome roar of the lion sent shivers down their spines.
Ο τρομακτικός βρυχηθμός του λιονταριού τους έκανε να τρεμοπαλήσουν.
The army marched into battle, led by their fearsome commander.
Ο στρατός βάδισε στη μάχη, οδηγούμενος από τον τρομερό τους διοικητή.
Λεξικό Δέντρο
fearsomely
fearsome



























