Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Feasibility
01
εφικτότητα, βιωσιμότητα
the likelihood of a proposed plan or project being successfully executed
Παραδείγματα
The feasibility of the plan was questioned due to high costs and limited resources.
Η εφικτότητα του σχεδίου αμφισβητήθηκε λόγω των υψηλών δαπανών και των περιορισμένων πόρων.
The company evaluated the feasibility of expanding into international markets.
Η εταιρεία αξιολόγησε τη σκοπιμότητα της επέκτασης στις διεθνείς αγορές.
Λεξικό Δέντρο
infeasibility
unfeasibility
feasibility
feasible
feas



























