Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
edgeless
01
χωρίς κόψη, αμβλύς
lacking a cutting edge
02
αμβλύς, αναποτελεσματικός
dull or ineffective for cutting or precision tasks
Παραδείγματα
The knife was completely edgeless and could n't cut through the fruit.
Το μαχαίρι ήταν εντελώς αμβλύ και δεν μπορούσε να κόψει το φρούτο.
He tried to use an edgeless tool to carve, but it failed to make any clean cuts.
Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ένα αμβλύ εργαλείο για να σκαλίσει, αλλά απέτυχε να κάνει καθαρά κοψίματα.
Λεξικό Δέντρο
edgeless
edge



























