Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
eccentric
Παραδείγματα
Her eccentric fashion choices always turn heads.
Οι εκκεντρικές επιλογές μόδας της τραβούν πάντα τα βλέμματα.
The artist was known for his eccentric approach to painting.
Ο καλλιτέχνης ήταν γνωστός για την εκκεντρική του προσέγγιση στη ζωγραφική.
02
εκκεντρικός, εκτός κέντρου
not sharing the same center; positioned off‑center or not concentric
Παραδείγματα
The gears were misaligned due to an eccentric shaft.
Τα γρανάζια ήταν ανορθόδοξα λόγω ενός εκκεντρικού άξονα.
The planet 's eccentric orbit brought it unusually close to the sun.
Η εκκεντρική τροχιά του πλανήτη τον έφερε ασυνήθιστα κοντά στον ήλιο.
Eccentric
01
ένας εκκεντρικός, ένας παράξενος
a person whose personality or behavior is noticeably unusual or odd
Παραδείγματα
The village eccentric wore a cape and top hat year‑round.
Ο εκκεντρικός του χωριού φορούσε μανδύα και ψηλό πίλοο όλο το χρόνο.
She was known as an eccentric who collected antique teapots.
Ήταν γνωστή ως μια εκκεντρική που συγκέντρωνε αντίκα τσαγιέρες.
02
εκκεντροφόρος, μηχανισμός εκκεντροφόρου
a device with an off‑center disk converting rotary motion into reciprocating motion
Παραδείγματα
The steam engine 's valve was driven by an eccentric.
Engineers replaced the worn eccentric to restore smooth operation.
Οι μηχανικοί αντικατέστησαν τον φθαρμένο εκκεντροφόρο για να αποκαταστήσουν την ομαλή λειτουργία.
Λεξικό Δέντρο
eccentric
eccentr



























