Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ebullient
01
ενθουσιώδης, ζωηρός
having or displaying enthusiasm, happiness, and liveliness
Παραδείγματα
Her ebullient personality brightened up the entire room.
Η ενθουσιώδης προσωπικότητά της φώτισε ολόκληρο το δωμάτιο.
The crowd was ebullient as the concert began.
Το πλήθος ήταν ευδιάθετο όταν ξεκίνησε η συναυλία.
Λεξικό Δέντρο
ebulliently
ebullient
ebulli



























