Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dispiriting
01
αποθαρρυντικός, αποκαρδιωτικός
causing a loss of hope or enthusiasm and bringing discouragement or disappointment
Παραδείγματα
The dispiriting news about the economy left many people feeling uncertain about the future.
Οι αποθαρρυντικές ειδήσεις για την οικονομία άφησαν πολλούς ανθρώπους να αισθάνονται αβέβαιοι για το μέλλον.
The prolonged rainy weather had a dispiriting effect on the residents' mood.
Ο παρατεταμένος βροχερός καιρός είχε μια αποθαρρυντική επίδραση στη διάθεση των κατοίκων.
Λεξικό Δέντρο
dispiriting
dispirit



























