Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to dispirit
01
αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω
to cause someone to feel discouraged and less motivated
Transitive: to dispirit sb/sth
Παραδείγματα
The persistent challenges at work dispirited the employee.
Οι συνεχείς προκλήσεις στη δουλειά αποθάρρυναν τον εργαζόμενο.
Constant criticism can dispirit even the most dedicated individuals.
Οι συνεχείς κριτικές μπορούν να αποθαρρύνουν ακόμα και τους πιο αφοσιωμένους ανθρώπους.
Λεξικό Δέντρο
dispirited
dispiriting
dispirit



























