dispersed
dis
ˈdɪs
ντισ
persed
pɜrst
περρστ
British pronunciation
/dɪspˈɜːsd/

Ορισμός και σημασία του "dispersed"στα αγγλικά

01

διασκορπισμένος, σκορπισμένος

not concentrated in one place
example
Παραδείγματα
The crowd dispersed quickly after the concert ended.
Το πλήθος διασκορπίστηκε γρήγορα μετά το τέλος της συναυλίας.
Seeds were dispersed by the wind across the entire field.
Οι σπόροι διασκορπίστηκαν από τον άνεμο σε όλο το χωράφι.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store