Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dispersed
01
διασκορπισμένος, σκορπισμένος
not concentrated in one place
Παραδείγματα
The crowd dispersed quickly after the concert ended.
Το πλήθος διασκορπίστηκε γρήγορα μετά το τέλος της συναυλίας.
Seeds were dispersed by the wind across the entire field.
Οι σπόροι διασκορπίστηκαν από τον άνεμο σε όλο το χωράφι.
Λεξικό Δέντρο
dispersed
disperse



























