Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Disperser
01
διασκορπιστής, εκχυματιστής
a person, animal, or tool that spreads things like seeds, particles, or substances over a wide area
Παραδείγματα
Wind is a natural disperser of seeds.
Ο άνεμος είναι ένας φυσικός διασκορπιστής σπόρων.
Birds are important dispersers of fruit seeds.
Τα πουλιά είναι σημαντικοί διασκορπιστές σπόρων φρούτων.



























