Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dispirited
01
αποθαρρυμένος, κατεβαλμένος
feeling down, discouraged, or lacking enthusiasm
Παραδείγματα
After the disappointing news, he felt utterly dispirited and could hardly focus on his work.
Μετά την απογοητευτική είδηση, αισθάνθηκε εντελώς αποθαρρυμένος και μόλις μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του.
The team's poor performance left the players feeling dispirited and disheartened.
Η κακή απόδοση της ομάδας άφησε τους παίκτες αποθαρρυμένους και απογοητευμένους.
02
αποθαρρυμένος, θλιμμένος
marked by low spirits; showing no enthusiasm
Λεξικό Δέντρο
dispiritedly
dispiritedness
dispirited
dispirit



























