Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
demoralized
01
αποθαρρυμένος, αποκαρδιωμένος
feeling a loss of confidence, hope, or spirit
Παραδείγματα
The team was demoralized after their fifth consecutive loss.
Η ομάδα ήταν αποθαρρυμένη μετά την πέμπτη συνεχόμενη ήττα της.
She felt completely demoralized by the constant criticism from her boss.
Αισθάνθηκε εντελώς αποθαρρυμένη από τη συνεχή κριτική του αφεντικού της.
Λεξικό Δέντρο
demoralized
demoralize
moralize
moral



























