Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
discouraged
01
αποθαρρυμένος, αποκαρδιωμένος
lacking confidence and enthusiasm
Παραδείγματα
She felt discouraged after receiving multiple rejections from job applications.
He was discouraged by the slow progress of his project despite his efforts.
Ήταν αποθαρρυμένος από την αργή πρόοδο του έργου του παρά τις προσπάθειές του.
02
αποθαρρυμένος, αποκαρδιωμένος
hindered or made less likely to act due to fear, difficulty, or warning
Παραδείγματα
High costs have discouraged many students from studying abroad.
Τα υψηλά κόστη έχουν αποθαρρύνει πολλούς φοιτητές από το να σπουδάσουν στο εξωτερικό.
The sign discouraged people from entering the construction site.
Η πινακίδα αποθάρρυνε τους ανθρώπους από την είσοδο στο εργοτάξιο.
Λεξικό Δέντρο
undiscouraged
discouraged
discourage



























