Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
discouraging
01
αποθαρρυντικός, αποκαρδιωτικός
causing one to lose hope or confidence
Παραδείγματα
The long wait was discouraging, but they did n't give up.
Η μεγάλη αναμονή ήταν αποθαρρυντική, αλλά δεν τα παράτησαν.
The discouraging feedback made her question her decision.
Η αποθαρρυντική ανατροφοδότηση την έκανε να αμφισβητήσει την απόφασή της.
02
αποθαρρυντικός, αποτρεπτικός
expressing disapproval in order to dissuade
Λεξικό Δέντρο
discouragingly
discouraging
discourage



























